προπετής

προπετής
-ές, ΝΜΑ, προπέτης, θηλ. -έτισσα και παλ. τ. -ις, Ν
μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει προκλητικό ύφος, αυθάδης, θρασύς, ιταμός (α. «οἱ θρασεῑς καὶ προπετεῑς», Αριστοτ.
β. «οἱ γλώσσῃ προπετεῑς», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
1. αυτός που έχει κλίση, που γέρνει προς τα εμπρός («προπετὴς ἐπὶ πόδας», Ιπποκρ.)
2. αυτός που είναι κεκλιμένος σε κάτι ή μπροστά από κάτι («κεφαλὴ τοῡ βραχίονος προπετὴς ἐς τοὔμπροσθεν», Ιπποκρ.)
3. (για τον ένα ώμο) αυτός που παρουσιάζει κλίση σε σχέση με τον άλλο
4. κυρτός («μὴ ἀρθὸς ἀλλὰ μικρῷ προπετέστερος», Αριστοτ.)
5. αυτός που έχει πέσει κάτω
6. αυτός που πλησιάζει τον θάνατο («ζῇ γὰρ προπετής», Σοφ.)
7. (για τα μάτια, για τις γνάθους και για τα φρύδια) αυτός που προεξέχει
8. ο επιρρεπής σε κάτι («μήτ' οὖν αὐτὸν προπετῆ πρὸς τὰς ἡδονὰς γιγνόμενον ὅλως», Πλάτ.)
9. απερίσκεπτος
10. (για κλήρο) αυτός που εμφανίζεται απροσδόκητα
11. ανόητος, μωρός
12. πρόωρος
13. αυτός που υπόκειται σε κινδύνους
14. ιατρ. ο υποκείμενος σε διάρροια
15. αυτός που βρίσκεται εκτός ελέγχου
16. μτφ. αυτός που, παρουσιάζοντας κλίση, αγγίζει κάτι («πολιὰς ἐπὶ χαίτας προπετής», Ευρ.)
17. το ουδ. ως ουσ. τὸ προπετές
η προπέτεια
18. φρ. «ἁρμονίαι προπετεῑς» — ρέοντες ρυθμοί.
επίρρ...
προπετώς / προπετῶς ΝΜΑ
μτφ. με προπέτεια, με άκαιρη και αλόγιστη σπουδή και θρασύτητα κατά την ομιλία («προπετῶς φέρεσθαι εἰς τὴν τυραννίδα», Ξεν.)
αρχ.
1. πρόωρα, άκαιρα
2. χωρὶς έλεγχο
3. φρ. «προπετῶς ἔχω» και «προπετῶς χρῶμαι» και «προπετῶς πράττω» — ενεργώ με προπέτεια, με αυθάδεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + πετής (< θ. πετ- τού πίπτω*), πρβλ. περι-πετής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προπετής — falling masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπετής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που αλόγιστα και απερίσκεπτα προτρέχει, ο αυθάδης, ο θρασύς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προπέτης — πρό πετάω fly pres ind act 2nd sg πρό πετάω fly imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπετῆ — προπετής falling neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) προπετής falling masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) προπετής falling masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπετέστερον — προπετής falling adverbial comp προπετής falling masc acc comp sg προπετής falling neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπετεστέρων — προπετής falling fem gen comp pl προπετής falling masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπετεστέρως — προπετής falling masc acc comp pl (doric) προπετής falling comp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπετεῖ — προπετής falling masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) προπετής falling masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπετεῖς — προπετής falling masc/fem acc pl προπετής falling masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπετές — προπετής falling masc/fem voc sg προπετής falling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”